- πασσαλοπήκτης
- οτεχνολ. κρουστικό μηχάνημα με σφύρα ελεύθερης πτώσης που χρησιμοποιείται για την έμπηξη πασσάλων ή πασσαλοσανίδων στο έδαφος.[ΕΤΥΜΟΛ. < πάσαλλος + πήκτης (< πήγνυμι «στερεώνω»). Η λ. μαρτυρείται από το 1884 στον Αν. Σούλη].
Dictionary of Greek. 2013.